εξασθενώ

εξασθενώ
(I)
(-έω) (Α ἐξασθενῶ)
αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι
μσν.
(νομ.) παύω να ισχύω
αρχ.
1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῑς λογισμοῑς», Διόδ. Σικ.)
2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι
3. βρίσκομαι σε οικονομική στενότητα.
————————
(II)
(-όω)
εξασθενίζω*, επιφέρω αδυναμία, κατάπτωση, εξάντληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξασθενώ — εξασθενώ, εξασθένησα, εξασθενημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εξασθενίζω – εξασθενώ : τα δύο ρήματα διαφοροποιούνται από άποψη σημασίας το εξασθενίζω έχει την έννοια → κάνω κάτι λιγότερο έντονο, λιγότερο ισχυρό (η αρρώστια εξασθενίζει τον… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξασθενώ — εξασθένησα, εξασθενημένος, αμτβ., χάνω τις δυνάμεις μου, είμαι ή γίνομαι αδύνατος, αδυνατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξασθενῶ — ἐξασθενέω to be utterly weak pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξασθενέω to be utterly weak pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • προεξασθενώ — έω, Α [ἐξασθενῶ] εξασθενώ, χάνω από πριν τις δυνάμεις μου …   Dictionary of Greek

  • εξασθενίζω — εξασθενίζω, εξασθένισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εξασθενίζω – εξασθενώ : τα δύο ρήματα διαφοροποιούνται από άποψη σημασίας το εξασθενίζω έχει την έννοια → κάνω κάτι λιγότερο έντονο, λιγότερο ισχυρό (η αρρώστια εξασθενίζει τον οργανισμό), το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άτρυφος — ἄτρυφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θρυμματίζεται 2. ατρύφερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφή < (θ.) *θρυφ του θρύπτω («θραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων] …   Dictionary of Greek

  • αγγελιάζω — [αγγελίζω] 1. τρομάζω κάποιον 2. εξασθενώ, αδυνατίζω 3. (μέσο) βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ξεψυχώ, ψυχοπαραδίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”